7.2.15

η τελευταία συνέντευξη

Στο youtube αναφέρεται ως η τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Είναι μια μικρή συνέντευξη που έδωσε στον Ιβάν Κουλέκοφ για τη βουλγαρική τηλεόραση, στο γραφείο του στην Αθήνα την 1η Δεκέμβρη του 2011 -λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας.


29.1.15

Η κινηματογραφική εκδίκηση των ηττημένων

Στον διαδικτυακό τόπο Το Περιοδικό -μια ηλεκτρονική μορφή έκδοσης θεμάτων πολιτισμού, πολιτικής και ιστορίας- δημοσιεύεται ένα πολύ ενδιαφέρον και καίριο κείμενο με τίτλο

Η κινηματογραφική εκδίκηση των ηττημένων:
Όταν ο Αγγελόπουλος έκανε "αντεθνική προπαγάνδα"...

το οποίο υπογράφει η ιστορικός Νατάσα Κεφαλληνού -που έχει επιμεληθεί και τη σχετική έρευνα.

Στο κείμενο, μέσα από το φως σε στοιχεία της εποχής και αφηγήσεις του δημιουργού, περιγράφεται το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο ο Αγγελόπουλος δημιούργησε -κυρίως- τις πρώτες ταινίες του, καθώς και την υποδοχή που έτυχαν τόσο από πλευράς κοινού και φεστιβάλ ανά τον κόσμο, όσο κι από το επίσημο κράτος της πατρίδας του. 


Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο πατώντας ΕΔΩ.




Εικόνες από την εποχή των γυρισμάτων της ταινίας Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, το 1991 στη Φλώρινα. Ο Μητροπολίτης Καντιώτης αφορίζει τον σκηνοθέτη, το συνεργείο, ακόμα και τον Μαστρογιάννι, και καλεί τους πιστούς σε ανένδοτο αγώνα. Ο τόπος των γυρισμάτων γίνεται κόλαση για τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι τα σκηνικά έπρεπε να κατασκευαστούν κάθε τόσο από την αρχή, καθώς καταστρέφονταν από τους ενάντιους πιστούς. Ο μόνιμος συνεργάτης στη σκηνογραφία και στενός φίλος του σκηνοθέτη, Μικές Καραπιπέρης, πεθαίνει ξαφνικά μετά από λίγους μήνες από καρδιακό έμφραγμα. Είναι το μόνο που ο Αγγελόπουλος δεν συγχώρεσε ποτέ στον αντιδραστικό ιερωμένο.


24.1.15

Τρία χρόνια χωρίς, είναι η μέρα αυτή. Συννεφιασμένη πάλι -λίγη βροχή που και που.


1980, δύο μεγάλοι φίλοι. Που λείπουν.

ο Σταύρος Τορνές για τον Θίασο

Το φθινόπωρο του 1976, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φιλμ – περιοδική έκδοση ανάλυσης και θεώρησης του κινηματογράφου [Εκδόσεις Καστανιώτη – τόμος Γ’ – τεύχος 11] ένα κείμενο του μοναχικού κινηματογραφιστή Σταύρου Τορνέ για τοn Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η διαδικτυακή δημοσιοποίησή του οφείλεται στην επιμέλεια του blog worldcity, που έχει επίσης επιμεληθεί μια εκτεταμένη συλλογή άρθρων, δημοσιευμάτων, βίντεο, συνεντεύξεων, ιστολογίων για τη ζωή και το έργο του Θ.Αγγελόπουλου (εδώ).


“Θίασος” ή η αναπαράσταση της ανθρώπινης οδύνης


Η ταινία του Θ. Αγγελόπουλου είναι πραγματικά παραπάνω από μια απάντηση “θετική” στο πατριωτικό ελληνικό κόμπλεξ – αν έχουμε δηλαδή κινηματογράφο στο επίπεδο – μοντέλο των άλλων χωρών.

Πιο πολύ γιατί η ταινία με τον όγκο της και τη θεαματικότητά της δίνει την εντύπωση ότι συγκεντρώνει και μεθοδεύει το σύνολο της δυναμικής κινηματογραφικής έκφρασης σε μια νέα ερμηνευτική διάσταση του σημερινού κόσμου.

Όμως σε τέσσερες ώρες προβολής ούτε σε μια σκηνή δεν υπάρχει η μαρτυρία μιας προσωπικής υποκειμενικής αλήθειας στα γεγονότα που αφηγείται (κάλυψη αισθητική). Γιατί η υποκειμενική αλήθεια του Αγγελόπουλου βρίσκεται σε σύγκρουση, και σε μια διαρκή πάλη να υποτάξει την συμμετοχή των “άλλων” στα ίδια γεγονότα με τη δική τους αλήθεια – η μεθόδευση όχι του να κάνεις ένα φιλμ πάνω στην ανθρώπινη οδύνη (θεματική εκλογή) αλλά μια αισθητική αναπαράστασή της, κινείται αλάνθαστα βιάζοντας χώρο και χρόνο σε μια νέα σύλληψη του σημερινού κόσμου της αλλοτρίωσης (εδώ βρίσκεται η αφορμή αυτής της άρνησης).
Μια σύλληψη αυτάρεσκα εγωκεντρική και σε μια προέκταση των πραγματικών σημερινών κοινωνικών πολιτικών συνθηκών (πάλη των τάξεων) νεοφασιστική, που σαν στόχο της έχει να εξορκίσει να παραχαράξει να κολακέψει να μηδενίσει την βιωμένη οδύνη των “άλλων, δηλαδή το ανθρώπινο μεγάλωμα το αλλοτριωτικό ξεπέρασμα.

Οι σχέσεις του Αγγελόπουλου με τους “ήρωες” του δεν είναι μια σχέση αναγνώρισης του ανθρώπου σαν κέντρο υποστασιακά αντιφατικό πραγματικό, μάλλα λόγια μια σχέση αναγνώρισης του εγώ-εσύ-εγώ, αλλά εγώ και οι άλλοι (ο λαός, το πλήθος, η φυλή) δηλαδή μόνο εγώ.

Έτσι ο άλλος, οι άλλοι, στην ταινία γίνονται αντικείμενο όχι μιας συνολικής αναγνώρισης (κριτική στάση) των δικών μου αντιφάσεων και το ξεπέρασμα τους, αλλά στις ποιότητες – ιδιότητες του δικού μου αμετακίνητου κώδικα που τους αναγνωρίζω, δηλαδή την δική μου άποψη να “υπάρχουν” να δρουν να σκέφτονται να είναι ελεύθεροι.

Έτσι οι ήρωες της ταινίας “θέλω” να λειτουργούν “ιστορικά” “διαλεκτικά” “ακριτικά” πάνω σε παλιές εθνικοκοινωνικές αντιθέσεις – συγκρούσεις “θέλω” “τώρα” να είναι φορείς αισθητικοί, εθνικο-ιδεολογικοί που κάτω από το φως του “τέλους” της δικτατορίας και της νέας μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και των εμπορευματοεπιχειρησιακών προοπτικών νέου τύπου “τοπικό πόλεμος Ελλάδας και Τουρκίας – πετρέλαιο του Αιγαίου – τρίτος παγκόσμιος πόλεμος) ενεργοποιεί “πνευματικά” εντάσσοντας σ’ ένα ενιαίο εθνικοαγγελοπουλικό μέτωπο σφαγής τον όψιμο ριζοσπαστισμό του ελληνικού νεοκαπιταλισμού, αλλά και τις τυχόν αντιρρήσεις της ελληνικής αριστεράς οπαδών – ηγεσίας που μετά την ήττα (συνειδησιακό όριο) και μετά την δικτατορία (βιολογικό όριο) κάθε ακριτική αποδοχή (λαϊκιστική εκδοχή του εμφυλίου πολέμου του Αγγελόπουλου) την καταξιώνει υποστασιακά ακόμα και μια θεσούλα στο πάνθεο της Αγγελοπουλικής αγιοσύνης, αποσπώντας έτσι την γενναιόδωρη ανοχή ή την αναγκαία ευλογία της ηγεσίας όπως πρόσφατα στην ελληνική Βουλή του 1975 απ’ αφορμή την ψήφιση του προϋπολογισμού εθνικής άμυνας.

Και για να μη θεωρηθεί εδώ ότι έχω την πρόθεση να χωρίσω τον κόσμο σε δαίμονες και αγγέλους αποδίδοντας ρόλους όπως ο ίδιος κάνει την ταινία του αναφέρω ότι η υπόταξη των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου στην ιστορικοαιτιοκρατική αισθητική “ανάγκη” του σκηνοθέτη έρχεται μετά το πέρασμα των νέων Μήδων (οικονομικό άνοιγμα μέρους ελλήνων εφοπλιστών – τραπεζών – ίδρυμα Φορντ) όχι γιατί εκείνο το μέρος των ελλήνων διανοουμένων εισπράττοντας το σχετικό χρήμα θα μεταμορφωθεί σε χαφιέδες ή “λακέδες του καπιταλισμού” (έχω τη γνώμη ότι έγιναν αριστερότεροι των αριστερών) αλλά γιατί αποδέχτηκαν τη ρατσιστική προώθηση ενός συστήματος υποθηκεύοντας έτσι το ουσιαστικότερο υποκειμενικό δικαίωμα ανθρώπινης ελευθερίας – να “είσαι” και να μην θέλεις πια να είσαι εργάτης, να “είσαι” και να μην δέχεσαι να είσαι καλλιτέχνης, μέσα σε μια κοινωνική αιτιοκρατία που ξεπερνιέται προσωπικά μέσ στις αντικειμενικές αλλοτριωτικές ανθρώπινες σχέσεις που το σύστημα επιβάλλει.

Έτσι αυτοστερημένοι, αυτοευνουχισμένοι, νέο παπαδαριό, στήνει την πνευματική λειτουργία της πληρωμένης με αίμα πνευματικής βακάντσας των υπόλοιπων, σύγχρονοι τροβαδούροι των αυτοεπαναλαμβανόμενων παθών μας. Στην Ελλάδα ειδικά που για τριάντα – τριάντα; – όχι μόνο ήταν εθνικό αμάρτημα η απλή συμμετοχή στην αντίσταση αλλά γιατί πιο πολύ η πανάκριβα πληρωμένη προγραφή απέκλειε και την επιβίωση.

“Τώρα” ήρθε η ώρα να ειπωθούν “όλα”. Γιατί έτσι υπάρχει περίπτωση να δαμαστεί μαι παράνομη συνείδηση, μια “ανεξήγητη” (για ποιους;) υποκειμενική στάση εξέγερσης και ελευθερίας κάνοντας σπετάκολλο μπρεχτικό την Βάρκιζα – λες και ενδιαφέρει ότι ο άνθρωπος – αντάρτης πρώην εργάτης, πρώην πρόσφυγας, πρώην χωριάτης, πρώην αξιωματικός, πρώην δάσκαλος, πρώην ληστής, πρώην αλήτης, πρώην ψεύτης, παραδίνει τα όπλα , που μπορεί να τα ξαναπάρει, ή και να τα έχει κρύψει – εξουδετερώνοντας αισθητικοϊστορικά την συνολική ανθρώπινη ταπείνωση και οδύνη σε μια όχι αφηρημένη ατομική – ομαδική συνειδησιακή ιστορική προοπτική, παραμορφώνοντας και μυθοποιώντας εκ νέου, κολακεύοντας, δίνοντας όχι την συνολική διάσταση αλλά την ηθελημένα επιθυμητή, την αφηρημένη, την αισθητικά τεκμηριωμένη εικόνα του θαυματοποιού σπεσιαλίστα.

Έτσι μέσα από μια διαλεκτική εξάρτηση αποδοχής κάθε αιτιοκρατίας που αποκλείει την συγκεκριμένη συμμετοχή στην εξέγερση, του οικονομικού κοινωνικού πολιτικού και πνευματικού προσώπου του σκηνοθέτη και στα γεγονότα που θα μεταπλαστούν σε έργο, απομένει μια αισθητική ωραιοποιητική αδηφαγία μιας κινηματογραφικής κουλτούρας που παράγει “κουλτούρα” χωρίς να μπορεί να την ξεπεράσει.

Ένα μάτι που βλέπει όπως θέλει να βλέπει, οπωσδήποτε μονοδιάστατο, που ψάχνει χωρίς ανάπαυλα να εξουδετερώσει την πολυδιάστατη ανθρώπινη εξέγερση και οδύνη, αλλού με αρχετυπικό νεοφολκλορισμό αλλού με την καλά πληρωμένη και επεξεργασμένη αισθητική ραφινατέτσα.

Για να γίνουν τα παραπάνω πιο συγκεκριμένα σημειώνω:

Η αρχαιοτραγωδική ανέλιξη των ηρώων της ταινίας που ζούνε τον εμφύλιο πόλεμο (ανθρώπινες σχέσεις σε σύγκρουση – βιωμένη οδύνη) είναι αφηρημένη ύποπτη σχηματική.

Η αρχαία τραγωδία εκφράζει χωροχρονικά όχι μόνο ανθρώπινες σχέσεις σε σύγκρουση – βιωμένη οδύνη αλλά και μια γενικότερη αντίληψη – σύλληψη του τότε κόσμου μέσα στα όρια της φυλετικής ζωής και της ανθρώπινης ευαισθησίας που βγαίνει από τις σχέσεις ηγεμόνεψης των ελληνικών φυλών πάνω στους αυτόχθονες και στον περίγυρο. Ενώ οι άνθρωποι που ζήσανε τον εμφύλιο πόλεμο – ο σύγχρονος άνθρωπος – εκφράζει και τέτοιες καταβολές αλλά σε μια νέα αντίληψη  – σύλληψη του κόσμου που δεν είναι οπωσδήποτε παγανιστική – ειδωλολατρική – ηρωική. Είναι το αποτέλεσμα ενός κόσμου που έχει βγει όχι από την φυλετική εξωτερίκευση – αλλοτρίωση, δηλαδή ήρωας, βασιλιάς, θεός και το αντίθετό του αλλά από το ξεπέρασμά του που είναι άνθρωπος, χριστός, θεός, σοσιαλισμός και το αντίθετό του, δηλαδή πάλι εξωτερικευμένο – αλλοτριωμένο.

Έτσι έχουμε μια νέου τύπου ρατσιστική εκδήλωση επιβολής. Στο ερώτημα γιατί ο εραστής της μάνας να είναι φασίστας, χαφιές και προδότης υπό εκτέλεση (που μπορεί και να είναι – αλλά να είναι και το αντίθετο – ΕΑΜοκομμουνιστής, πράκτορας, προδότης – ενώ θα μπορούσε να είναι απλά εραστής εκτελεσμένος) -. Για να ξεπλύνει τον οικογενειακό φυλετικό κώδικα τιμής; ή την εξαρτημένη εθνική τιμή ο υποστασιακά μυθοποιημένος βυζαντινο–αγιογιωργικός αντάρτης που θα τιμωρηθεί μεν κι αυτός με εκτέλεση και μετά θάνατο θα δικαιωθεί και θα εξαγιασθεί (“τώρα” στη ταινία του Αγγελόπουλου). Έτσι έχουμε όχι μια διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου που ενεργεί, σφάλει, εξεγείρεται, υποφέρει, μεγαλώνει σαν συνείδηση, αλλά τον αγγελοπουλικό ήρωα – ιδέα που αποδίδει “δικαιοσύνη” όταν αυτός θέλει και όπου αυτός θέλει.

Δηλαδή, σήμερα μια νέα ευδιάκριτη κοσμοαντίληψη που δεν αναγνωρίζει ότι η ειδωλολατρεία είναι το ξεπέρασμα του κανιβαλισμού, ότι ο χριστιανισμός είναι το ξεπέρασμα του σκλαβισμού, ο σοσιαλισμός το ξεπέρασμα του φασισμού, αλλά ότι ολόκληρη αυτή η πραγματική αντιφατική οδυνηρή πόρευση ούτε πια πρέπει αν υποταχθεί ούτε πια να εξυγιανθεί, αλλά να εξουδετερωθεί βιολογικά από τους νεοφασίστες ευνούχους του θανάτου όχι με τους ξεπερασμένους χιτλερικού φούρνους αλλά με τον έλεγχο και την χρήση της υδρογονικής κάθαρσης που μας ετοιμάζουν, αποκοιμίζοντας “υλικά” και “πνευματικά” την εξέγερση και την αντιφατική παγίδα υποκειμενικού και βιολογικού θανάτου που το ξεπέρασμά του τώρα όσο ποτέ άλλοτε είναι η συνολική αναγνώριση του άλλου, το μεγάλωμα – όσες “θυσίες” κι αν χρειαστούν -της ανθρώπινης ενδόμυχης σχέσης.

Σταύρος Τορνές, 1976